- ἀνωφερῶς
- ἀνωφερήςborne upwardsadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλεξανδρίων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το μόνο γνωστό είναι ότι μαρτύρησε στον τροχό και μετά τον άφησαν ελεύθερο σε κατηφορικό τόπο, όπως αναφέρει και το δίστιχο που είναι αφιερωμένο σε αυτόν: «Aλεξανδρίων και κατωφερώς τρέχων, ανωφερώς υψούτο… … Dictionary of Greek